- παρειμένος
- παρέζομαιsit besideperf part mp masc nom sgπαρίημιlet fall at the sideperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
хромый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. χωλός) хромой; (παρείμενος) расслабленный ногами.… … Словарь церковнославянского языка
ослабленыи — (15) прич. страд. прош. 1.Утративший силу, слабый; изнуренный: Горе ср҃дцю ослабленѹ (παρειμένη) Изб 1076, 187; несенъ бы(с) къ нимъ чл҃вкъ, ослабленъ ѹды телесными. ГА XIV1, 233г; и постригоша главу ѥи. и огнь при˫атъ по всему тѣлу. ослабльна же … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
BACELUS — vir quidam effeminatus, totusque luxuriae deditus. Unde Proverb. Bacelo similis. Hesych. Βάκηλος, ὁ μέγας καὶ ἀνόητος, ἠ ` ὁ ἀπόκοπος, ὁ ὑπ᾿ ἐνίων Γάλλος. Ο᾿ι δὲ ἀνδρόγυνος, ἄλλοι παρειμένος, γυναςκώδης παρὰ Μενάνδρῳ Υμνιδι. Nic. Lloydius … Hofmann J. Lexicon universale
παρίημι — Α 1. αφήνω κάτι να πέσει δίπλα ή κοντά σε κάτι 2. αφήνω να πέσει κάτι από αμέλεια 3. παρέρχομαι, παραλείπω κάτι 4. περνώ κάτι χωρίς να τό προσέξω, αδιαφορώ για κάτι («τά παθήματα παρεῑσ ἐάσω», Σοφ.) 5. παραμελώ να κάνω κάτι («παρέντα τοῡ μὲν τὸ… … Dictionary of Greek
παρειμένως — επίρρ. Α 1. παραμελημένα, χωρίς φροντίδα 2. παραλυμένα, με παράλυση («παρειμένως ἔχω» είμαι παράλυτος). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρειμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του παρίημι «αφήνω, παραμελώ» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek